Κιτς, πορνογραφία και Επικό Θέατρο

 Υπάρχει αντικειμενικό μέτρο της αισθητικής ή είναι όλα “θέμα γούστου”;

Η σύγχρονη εποχή μοιάζει να υιοθετεί την δεύτερη στάση, τείνοντας σε έναν άκρατο υποκειμενισμό (κονστρουκτιβισμός). ΟDavidHume σε ένα κλασσικό κείμενο του (1757) θέτει τον εξής προβληματισμό: αν δεν υπάρχει αντικειμενικό μέτρο της αισθητικής, τότε η οικουμενική, διαχρονική εκτίμηση έργων τέχνης (όπως η Ομηρική ποίηση) δεν μπορεί παρά να είναι μια ακραία σύμπτωση δισεκατομμυρίων υποκειμενικών αισθητικών κριτηρίων σε ένα κοινό μέτρο (Carroll, 1984). Τέτοιες συμπτώσεις δεν μπορούν να σταθούν στη φιλοσοφική σκέψη. Ο Hume καταλήγει ότι ένα έργο τέχνης μπορεί να κριθεί σε μια αντικειμενική διάσταση από την οικουμενική και τη διαχρονική του εκτίμηση.

Κι όμως ένας τέτοιος ορισμός είναι συμπεριληπτικός έργων τέχνης που χαρακτηρίζονται Κιτς (Kitsch) και έχουν μια ευρείακαι διαχρονική απήχηση. Παράλληλα όμως θεωρούνται υποδεέστερα από ανθρώπους που έχουν “εκπαιδευμένες” προσλαμβάνουσες. Το Κιτς αναπαράγει στερεότυπα, παρουσιάζοντας θέματα συναισθηματικά φορτισμένα, ενώ και ο τρόπος παρουσίασης τους είναι τέτοιος που να τα κάνει άμεσα αναγνωρίσιμα. Έτσι η γοητεία του δεν δημιουργείται πραγματικά από την αισθητική αξία του ίδιου του έργου, αλλά από την ελκυστικότητα του απεικονιζόμενου αντικειμένου -μια όμορφη κοπέλα, ένα σπίτι σε ένα χιονισμένο τοπίο κτλ (Kulka,1988).




HΠορνογραφία είναι ένα πεδίο που το Κιτς παρουσιάζεται σε όλη του την έκταση (Kieran, 2001), στοχεύοντας αποκλειστικά στην άμεση σεξουαλική διέγερση: οι χαρακτήρες αποτελούν στερεοτυπικά υποκατάστατα, οι πλοκές καρικατούρες καταστάσεων βγαλμένων από στερεοτυπικές φαντασιώσεις, οι τεχνικές λήψης (first-personshot) στοχεύουν στην άμεση ταύτιση του θεατή με τον ερμηνευτή. Αυτά τα στερεότυπα μοιάζουν να αναπαράγονται στην καθημερινή ζωή μέσω της έκρηξης του λόγου γύρω από τη σεξουαλικότητα (scientiasexualis) και της ορθολογικής διαχείρισής της (Φουκώ, 2011). Εν ολίγοις, το Κιτς και η Πορνογραφία στοχεύουν αμφότερα σε μια εύκολη συναισθηματική απόκριση των θεατών.

Μια τέτοια διαδικασία εμπάθειας (αρχαιοελληνικό ισχυρό πάθος, ενσυναίσθηση) των θεατών προσπαθεί να απαλείψει ο ΜπέρτολτΜπρέχτ με τη δημιουργία του Επικού Θεάτρου. Ο Μπρεχτ μοιράζεται την αγωνία του Πλάτωνα στην Πολιτεία, όπου τονίζει ότι η συναισθηματική φόρτιση των θεατών μπορεί να λειτουργεί εις βάρος της ηθικής τους διαπαιδαγώγησης.Έτσι, αφετηρία του Μπρέχταποτελεί η κριτική σε αυτό που χαρακτηρίζει Αριστοτελικό δράμα. Κατά την ερμηνεία του, η εμπάθεια των θεατών μπροστά στο δράμα καταλήγει στην παρακάτω ανεπιθύμητη κατάσταση:

«Αφομοιωμένος από τη δράση μοιράζομαι τον πόνο των χαρακτήρων και φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν τον χαρακτήρα. Καταλήγω ότι έτσι είναι η ζωή και έτσι ήταν πάντα. Νιώθω απολαυστικά παραδομένος σε αυτήν τη μοίρα» (Stern, 2014)

Αυτή η εμπάθεια των θεατών κατά τον Μπρέχτ φέρνει παραίτηση και απενεργοποίηση, όταν το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η ενεργοποίηση και η κριτική σκέψη (Μαρξιστική το δίχως άλλο). Για να πετύχει το φαινόμενο της “αποξένωσης”(μη-εμπάθειας) για τους θεατές,ο Μπρέχτεισάγει διάφορα εργαλεία: ο ηθοποιός δεν βρίσκεται μέσα στην ιστορία, αλλά την αφηγείται˙ τραγούδια και ντοκιμαντέρ παρεμβάλλονται για να ενισχύσουν την αποστασιοποίηση˙ ανοιχτά φώτα διαρρηγνύουν τη μυσταγωγία της παράστασης. Κοινώς ό,τι χρειάζεται έτσι ώστε ο ηθοποιός “να γίνει παρατηρήσιμος ως ενδιάμεσος ανάμεσά στο κοινό και το γεγονός”  (Μπρεχτ, 1964).

Το Θεωρείο του Τεχνουργείου δοκίμασε τις αφηγηματικές τεχνικές του Μπρεχτ μέσω θεατρικών πειραματισμών, για να διακρίνει την Επική αφήγηση από τη Δραματική μίμηση και να ενεργοποιήσει το φαινόμενο της αποξένωσης.

Η κριτική του Μπρεχτ στο Αριστοτελικό δράμα έχει υποστεί σημαντική κριτική στη βάση του ότι ηεμπάθεια των θεατών δεν συνεπάγεται αυτόματα παραίτηση και μεμψιμοιρία. Αυτό που πρέπει όμως να κρατήσουμε από το Επικό Θέατρο είναι ότι στο δράμα συχνά υπάρχει ένα φαινόμενο εύκολης εμπάθειας το οποίο αναπαράγεται διαμέσου στερεοτύπων και στο οποίο στοχεύουν αμιγώς καιτο Κιτς και η Πορνογραφία. Αυτό το φαινόμενο πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο.  Στον αντίποδα, σε αυτό που πρέπει να στοχεύει το θέατρο είναι μια υψηλή,γνωστική εμπάθεια των θεατών,η οποία να εμπλουτίζει την κατανόηση του εαυτού τους, των άλλων και του κόσμου (Woodruff,2008), ακολουθώντας τη ρήση του Φουκώ ότι οφείλουμε να «δημιουργήσουμε τον εαυτό μας ως έργο τέχνης».  

 


ΣυνιστώμενηΒιβλιογραφία

Brecht, B. (1964) Brecht on Theatre (Translated and Edited by John Willett). New York: Hill and Wang.

Carroll, N (1984). Hume’s Standard of Taste. The Journal of Aesthetics and Art Criticism 43(2): 181-194.

Kieran, M (2001). Pornographic Art.Philosophy and Literature 25(1): 31-45

Kulka, T (1988). KITSCH. British Journal of Aesthetics, 28(1): 18-27.

Stern, T. (2014).  Philosophy and Theatre. An Introduction. London and New York: Rutledge.

Woodruff, P (2010). The Necessity of Theater: The Art of Watching and Being Watched. Oxford: OxfordUniversityPress.

Φουκώ, Μ (2011). Ιστορία της Σεξουαλικότητας (τρίτομο). Αθήνα: Εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις